Σελίδες

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Ο Πρώτος Μαθητευόμενος Μάγος, ο Γκαίτε και η "Fantasia" του Disney.

"Κάθε αρκετά αναπτυγμένη τεχνολογία
δεν ξεχωρίζει από τη μαγεία."
~~~Arthur Clark, "Profiles of the Future"

Σε ποιον δεν θα άρεσε να βρισκόταν για λίγο στη θέση ενός μαθητευόμενου μάγου για να αποφύγει ή να φορτώσει στις πλάτες άλλων διάφορες αγγαρείες; Το "σύνδρομο του μαθητευόμενου μάγου" αποτέλεσε το βασικό αφηγηματικό πυρήνα για πολλές ιστορίες και διηγήματα φαντασίας με πρωταγωνιστή τον άνθρωπο-δημιουργό να αδυνατεί να χαλιναγωγήσει τα ίδια του τα δημιουργήματα, τα οποία συνήθως στρέφονται εναντίον του. Στην εποχή μας, η ιστορία του μαθητευόμενου μάγου είναι γνωστή μέσα από το ομώνυμο ποίημα του Γκαίτε [στα Γερμανικά, Der Zauberlehrling (1797)]. Στο ποίημα αυτό βασίστηκε αργότερα και ο συνθέτης Paul Dekas για να ντύσει μουσικά την αντίστοιχη ιστορία του μαθητευόμενου μάγου, που συμπεριλήφθηκε στο κλασσικό φιλμ κινουμένων σχεδίων, Fantasia του W. Disney [1940]. Εκείνο που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό είναι πως οι ρίζες αυτού του αφηγηματικού μοτίβου βρίσκονται για πρώτη φορά στο έργο του Λουκιανού, "Φιλοψευδής ή Απιστών", ένα διάλογο που καυτηριάζει τη λαϊκή δυσειδαιμονία και ευπιστία σαν χαρακτηριστικά της εποχής που έζησε ο συγγραφέας. 

Για να καταλάβουμε καλύτερα τη  μεταφορά αυτού του μύθου έως τις μέρες μας, ας δούμε από κοντά την ίδια την αφήγηση του Λουκιανού. Το διάλογο ανοίγει το πρόσωπο του σκεπτικιστή Τυχιάδη (που πολύ πιθανόν εκπροσωπεί την ίδια τη φωνή του Λουκιανού στο έργο), ο οποίος ρωτάει το φίλο του Φιλοκλή γιατί κάποιοι πολύ ευφυείς κατά τα άλλα άνθρωποι αρέσκονται να λένε ψευδείς ιστορίες που γίνονται πιστευτές. Μοιάζοντας αρκετά στη δομή το "Συμπόσιο" του Πλάτωνα, ο Τυχιάδης παραθέτει στο φίλο του τη συνάντηση που είχε στο σπίτι ενός Ευκράτη με μία ομάδα φιλοσόφων και ενός γιατρού. Βασικό θέμα της συζήτησής τους ήταν η αφήγηση συγκεκριμένων παράδοξων περιστατικών που είχαν συμβεί στους παρεβρισκομένους: ιστορίες για στοιχειωμένα σπίτια, για επισκέψεις στον Κάτω Κόσμο, για θαυματουργές θεραπείες, για μάγους με ικανότητες να εξουδερώνουν φίδια με μία φαρμακερή αναπνοή, κτλ. Ανάμεσα, λοιπόν σε αυτά τα περίεργα περιστατικά προστίθεται και η μαρτυρία του Ευκράτη, ο οποίος περιγράφει τη μαθητεία του κοντά σε έναν μάγο, τον Παγκράτη για το διάστημα που ζούσε στην Αίγυπτο. [Φιλοψευδής, 34-36]. 

Το προφίλ του μάγου-Παγκράτη παρουσιάζεται ως εξής: ήταν μέλος των ιερατείων στην Αίγυπτο, εξαιρετικά μορφωμένος και γνώστης της αιγυπτιακής κουλτούρας και τρόπου ζωής. Ο ίδιος μαθήτευσε τη μαγεία κοντά στη θεά Ίσιδα μένοντας κάτω από τη γη μέσα σε ιερά για είκοσι-τρία ολόκληρα χρόνια και μετά έγινε ο ίδιος δάσκαλος. Ήταν ξυρισμένος, ντυμένος στα λευκά, βαθυστόχαστος, μιλούσε σπαστά Ελληνικά, είχε επίπεδη μύτη, εξέχοντα χείλη και λεπτά πόδια. Τα μαγικά του ταλέντα συνοψίζονται στα παρακάτω: μπορούσε να κάνει τρομερά πράγματα [πολλὰ τεράστια ἐργαζόμενον], ήταν ιππέας κροκοδείλων και κολυμπούσε παρέα με θηρία, όταν εκείνα κουνούσαν με χαρά την ουρά τους. Σε ένα λοιπόν ταξίδι που έκανε ο Ευκράτης στο Νείλο, γνώρισε από κοντά τον μάγο αυτό και μετά από πρότασή του, δέχθηκε να μαθητεύσει τη μαγική τέχνη κοντά του. 

Η διήγηση αυτή είναι αξιοσημείωτο ότι φέρει μερικά από τα τυπικά χαρακτηριστικά που συναντάμε αργότερα στα προφιλ των μάγων μέσα στη λογοτεχνία: το ίδιο το όνομα Παγκράτης σημαίνει αυτόν που κατέχει όλη τη δύναμη. Το όνομα του μάγου συχνά προτρέχει της ίδιας του της φήμης. Η εξημέρωση και ο πάσης φύσεως έλεγχος των ζώων θυμίζει τις ιστορίες του Ορφέα, αλλά και η κίνηση της ουράς τους από χαρά δείχνοντας πλήρη υποταγή και υπακοή στον αφέντη τους απηχεί τις ικανότητες της μάγισσας Κίρκης στην Οδύσσεια του Ομήρου. Τέλος, όπως θα αναφερθεί παρακάτω, χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας του Παγκράτη ήταν η ζήλεια, μία ζήλεια για να μην αποκαλύψει την τέχνη του στο μαθητή του. Στην αφηγηματική παράδοση της μαγείας τόσο η ζήλεια όσο και ο φθόνος πολύ συχνά συνοδεύουν τους εκπροσώπους της. Το παράδοξο στην αφήγηση αυτή δεν ειναι το γεγονός της ίδιας της μαθητείας, όσο η ικανότητα του Παγκράτη χρησιμοποιώντας μαγικές λέξεις να φέρνει στη ζωή άψυχα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, τα οποία του προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σαν να ήταν κανονικοί άνθρωποι. Η περιγραφή που ακολουθεί θυμίζει έντονα σε πολλά επιμέρους της στοιχεία το ποίημα του Γκαίτε "Ο Μαθητευόμενος Μάγος", αλλά και το αντίστοιχο θεματικό μέρος της ταινίας "Fantasia" σε μουσική του Paul Dukas που εμπνεύστηκε ξεκάθαρα από το Γερμανό συγγραφέα [δες το απόσπασμα-βίντεο από τη "Fantasia" εδώ].

Ο μαθητευόμενος μάγος Ευκράτης αφηγείται: "Κάθε φορά που σταματούσαμε σε κάποιο μέρος για το ταξίδι μας, εκείνος [ο Παγκράτης] θα έπαιρνε είτε το πόμολο της πόρτας, είτε μία σκούπα ή ακόμα και ένα γουδοχέρι, θα το έντυνε με ρούχα και θα του έλεγε συγκεκριμένες μαγικές λέξεις [ἐπειπών τινα ἐπῳδὴν], ώστε να το κάνει να περπατήσει και να φαίνεται στους άλλους σε όλα του σαν άνθρωπος. Εκείνο θα έφευγε για να φέρει νερό, να αγοράσει προμήθειες, να ετοιμάσει τα γεύματά μας και να μας υπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο. Όταν τελείωνε με τις δουλειές, ο Παγκράτης ξαναμεταμόρφωνε τη σκούπα σε σκούπα ή το γουδοχέρι πίσω σε γουδοχέρι λέγοντας πάνω του ένα άλλο ξόρκι [ἄλλην ἐπῳδὴν]. Και ενώ είχα δείξει μεγάλη προθυμία να μάθω τις λέξεις αυτές από αυτόν, δεν μπορούσα γιατί ζήλευε, παρόλο που ήταν διαθέσιμος να με διδάξει σε κάθε τι άλλο. Όμως μία μέρα που στεκόμουν σε ένα σκοτεινό μέρος, άκουσα κρυφά το ξόρκι--ήταν τρεις συλλαβές."


Και στο σημείο αυτό είναι που ο Ευκράτης ξεπηδάει από τους στίχους του Γκαίτε σαν ένας χρονοταξιδιώτης της "Fantasia" και αποφασίζει να φορέσει το μαγικό καπέλο του δασκάλου του: "Εκείνος έφυγε για την αγορά αφού προηγουμένως είχε πει στο γουδοχέρι τι έπρεπε να κάνει. Την επόμενη μέρα και ενώ απουσίαζε, πήρα το γουδοχέρι, το έντυσα με τον ίδιο τρόπο, του είπα τις συλλαβές και το πρόσταξα να φέρει νερό. Όταν γέμισε την κανάτα και την έφερε, είπα, "Σταμάτησε! Μη φέρνεις άλλο νερό. Γίνε πάλι γουδοχέρι!" Όμως, δεν με υπάκουσε. Συνέχισε να φέρνει νερό στο σπίτι και να το αδειάζει μέσα σε αυτό. Δεν ήξερα τι να κάνω γιατί φοβόμουν ότι ο Παγκράτης θα επέστρεφε και θα θύμωνε, όπως και τελικά έγινε. Πήρα ένα τσεκούρι και έκοψα το γουδοχέρι στα δύο, όμως κάθε κομμάτι πήρε μία κανάτα και ξεκίνησε να φέρνει νερό. Εκεί που είχα έναν υπηρέτη, τώρα είχα δύο. Στο μεταξύ ο Παγκράτης εμφανίστηκε, αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί και ξαναμεταμόρφωσε τα γουδοχέρια σε ξύλο, στη μορφή που είχαν πριν το ξόρκι." Ο μάγος είχε ξεκάθαρα θυμώσει με το επεισόδιο, έληξε τη συνεργασία του με τον Ευκράτη, και ο ένας δεν ξαναείδε τον άλλον ποτέ πια.  


Αυτή η χρήση μαγείας από τον Παγκράτη συνδέεται έως ένα βαθμό με το περιεχόμενο κάποιων Ελληνο-Αιγυπτιακών παπύρων, όπου δίνονται οδηγίες για το πώς ένας μάγος μπορεί να δημιουργήσει και να θέσει στις υπηρεσίες του έναν υπερφυσικό-μαγικό υπηρέτη τον οποίο ελέγχει πλήρως. Σε ένα από αυτά τα κείμενα ανάμεσα στις πάμπολλες υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει ένα τέτοιο "αέριον", όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται, είναι και το κουβάλημα νερού και η αγορά προμηθειών. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το μαγικό αυτό κείμενο, αυτός ο δαίμων-θεός δίνει τη δυνατότητα στο αφεντικό του να τιθασεύει κάθε μορφής άγριο ζώο, πράγμα που παραπέμπει και στην περιγραφή των ικανοτήτων του μάγου Παγκράτη. Με αυτά τα δεδομένα, είναι πολύ πιθανόν και ο ίδιος ο Λουκιανός για τη δομή της ιστορίας του μαθητευόμενου μάγου να είχε επηρεαστεί ή να ήταν γνώστης αναλόγων κειμένων.

Πριν προχωρήσω στην παράθεση των στοιχείων εκείνων που συνθέτουν την αφηγηματική ροή της εικόνας του μαθητευόμενου μάγου, οφείλω να υπογραμμίσω ότι το ομώνυμο ποίημα του Γκαίτε είναι και εκείνο που αποτελεί το συνδετικό αφηγηματικό κρίκο ανάμεσα στη Λουκιανική παράδοση και τη μεταφορά της στον κινηματογράφο, και μάλιστα όχι αποκλειστικά μέσα από τη "Fantasia" αφού ακολούθησαν στο μέλλον και άλλες ταινίες ή τηλεοπτικές σειρές που δανείστηκαν το θέμα αυτό. Ο συνθέτης Dukas συνέθεσε βασισμένος στην ποίηση του Γκαίτε ένα συμφωνικό σκέρτσο [στα Γαλλικά ο τίτλος, "L’apprenti sorcie"] το οποίο ενορχηστρώθηκε και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοντσέρτο της Société Nationale, στις 18 May 1897. Τα λόγια του Dukas προδίδουν χαρακτηριστικά το βαθμό που επηρεάστηκε από τη μαγική αφήγηση του Γκαίτε: "Οι πρώτες νότες από τις βιόλες και τα τσέλο μπορούν να ονομαστούν ένα «θέμα μαγείας». Το μοτίβο αυτό περιέχει δύο θεματικά στοιχεία. Tο πρώτο παραμένει σχεδόν αμετάβλητο σε όλο το έργο, ενώ το δεύτερο αποτελεί τον πυρήνα. Αυτό το θέμα είναι πολύ ζωντανό, με φαντασία και χαρακτηρίζει το νεαρό μαθητευόμενο [...]." 


Με βάση τα λόγια του συνθέτη και με αφηγηματικό καμβά το ποίημα του Γκαίτε, τα στούντιο της Ντίσνεϋ αποφασίζουν σαν ένας άλλος μαθητευόμενος μάγος να δώσουν ζωή στο μύθο μέσα από κινούμενες εικόνες, συμπεριλαμβάνοντας αυτόν σε μία ταινία μεγάλου μήκους κινουμένων σχεδίων υπό τη μουσική διεύθυνση του Leopold Stokowski. Για την εποχή εκείνη ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν αρκετά τολμηρό και δαπανηρό, αλλά ο Ντίσνεϋ φαίνεται πως ήξερε να ψιθυρίσει τα σωστά μαγικά λόγια στην πρεμιέρα της ταινίας που έγινε 13 Νοέμβρη 1940, και από τότε η επιτυχία της ήταν αρκετά μεγάλη. Σε αυτή την κινούμενη ιστορία επαναλαμβάνεται το μοτίβο του δασκάλου μάγου Yen Sid (το όνομα του Disney γραμμένο αντίστροφα) στον οποίο μαθητεύει ο νεαρός υποψήφιος μάγος. Όταν ο πρώτος λείπει, ο Μίκυ Μάους φοράει το μαγικό καπέλο και δίνει ζωή σε μία σκούπα, προστάζοντάς την να κάνει τη δική του δουλειά: να φέρει νερό. Το ασήκωτο βάρος της μαγείας στον ανεκπαίδευτο νεαρό μάγο φέρνει υπνηλία, όμως τα μαγικά όνειρα είναι πολύ μεθυστικά για να τον κρατήσουν σε εγρήγορση. Όταν η κατάσταση φθάνει πια στο απροχώρητο, ο μαθητευόμενος δεν έχει πια καμία ελπίδα να γυρίσει το χρόνο πίσω ακόμα και όταν προσπαθεί να ψελλίσει το σωστό ξόρκι μέσα από το βιβλίο του δασκάλου του. Σε μία κίνηση απελπισίας προσπαθεί να αφαιρέσει τη ζωή από το κατασκεύασμά του, όμως η επίθεση στη σκούπα με το τσεκούρι καταλήγει αναποτελεσματική αφού οδηγεί στον πολλαπλασιαμό των σκουπών. Και σαν "από μηχανής μάγος" εμφανίζεται ο Yen Sid για να σώσει το σχεδόν πνιγμένο νεαρό μαθητή του, χωρίς να ψέλνει ξόρκια και χωρίς να φοράει καπέλο, απλά κουνώντας αποφασιστικά τα χέρια του, ανοίγοντας δρόμο μέσα από το νερό, υποδηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τόσο την πείρα του, όσο και τον πλήρη έλεγχο πάνω στα στοιχεία της φύσης. Και σε αυτή την περίπτωση ο μάγος θυμώνει και διώχνει το μαθητή του, όπως και στο Λουκιανό, ενώ στο ποίημα του Γκαίτε δεν φαίνεται κάτι τέτοιο.


Οι αρχαίες ρίζες αυτής της αφήγησης επισημαίνονται ξεκάθαρα από τα λόγια του αφηγητή της "Fantasia" στην εισαγωγή του "Μαθητευόμενου Μάγου": "Και τώρα πρόκειται να ακούσουμε ένα μουσικό κομμάτι που αφηγείται μία αρκετά συγκεκριμένη ιστορία. Είναι μία ιστορία πολύ παλιά, που πάει πίσω 2000 χρόνια, έναν μύθο για έναν μάγο που είχε έναν μαθητή. Ήταν ένας έξυπνος νεαρός και γεμάτος ενθουσιασμό για να μάθει την τέχνη. Στην πραγματικότητα ήταν περισσότερο έξυπνος από ό,τι χρειαζόταν γιατί ξεκίνησε να κάνει μερικά από τα καλύτερα μαγικά κόλπα του δασκάλου του, πριν όμως να έχει μάθει να τα ελέγχει." Αν και μπορεί να διαφοροποιείται στις επιμέρους λεπτομέρειες από τη λουκιανική παράδοση, ο μύθος του μαθητευόμενου μάγου μέσα στους αιώνες εμφανίζει τα εξής χαρακτηριστικά: ένα μαγικό αντικείμενο ή ένα μαγικό ξόρκι ή μαγικές λέξεις πέφτουν στα λάθος χέρια ενός ανειδίκευτου ατόμου, το οποίο ηθελημένα [όπως ο Ευκράτης] ή μη, προκαλεί την ενεργοποίηση μίας μαγικής πράξης. Με το που ξεκινάει αυτή να εξελίσσεται σε πολύ σύντομο διάστημα, το νεαρό συνήθως άτομο χάνει τον έλεγχό της, ωστόσο την κρίσιμη στιγμή εμφανίζεται ο μάγος-δάσκαλος και με τις κατάλληλες πράξεις ή λέξεις σταματάει κάθε μαγική δράση. 
 
Στην Ελληνορωμαϊκή λογοτεχνική παράδοση μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν άλλα δυο σύντομα κείμενα της εποχής του Λουκιανού που φέρουν τα παραπάνω αφηγηματικά στοιχεία σε ιστορίες που όχι τυχαία παρουσιάζονται στην Αίγυπτο. Ο χώρος της Αιγύπτου δεν μας ξενίζει, κάθε άλλο, αφού τόσο οι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι πάντα θεωρούσαν την Αίγυπτο το σπίτι της αρχαίας και απόκρυφης μαγείας. Το πρώτο κείμενο βρίσκεται μέσα στον πρόλογο του έργου του (Ψευδο)-Θεσσαλού από τις Τράλλεις "De Virtutibus Herbarum", μία αστρολογικο-βοτανολογική πραγματεία, και το δεύτερο κείμενο είναι το αποσπασματικά σωζόμενο έργο του (Ψευδο)-Δημόκριτου που περιγράφει την εκπαίδευσή του στην αλχημική τέχνη της μεταλλαγής των στοιχείων. Στο έργο του Θεσσαλού αφηγείται ο ίδιος την ιστορία του σαν έναν πολύ πρόθυμο και γενικά πετυχημένο νεαρό μαθητή που πηγαίνει στην Αίγυπτο και ανακαλύπτει ένα μαγικό βιβλίο του Νεχεψώ. Όμως, ο υπερβάλλων ζήλος του τον προδίδει και πέφτει θύμα της υπέρμετρης αισιοδοξίας του γιατί αδυνατεί να χρησιμοποιήσει με επιτυχία τις ιαστρο-αστρολογικές θεραπείες του βιβλίου. Τελικά βρίσκει έναν ειδικό αρχιερέα, κερδίζει την εμπιστοσύνη του και τη φιλία του, και τότε ζητάει από αυτόν να τον μυήσει. Θυμίζοντας τη μύηση του μάγου Παγκράτη, ο Θεσσαλός μετά από μία σειρά εξαγνισμών σφραγίζει τον εαυτό του μέσα σε μία κρύπτη για την αποκάλυψη-μύηση από το θεό Ασκληπιό. Η ιστορία του Δημοσθένη από την άλλη πλευρά και αυτή συμβαίνει στη Μέμφιδα της Αιγύπτου. Εκεί ο Δημοσθένης και μία παρέα φιλόδοξων νεαρών προσπαθούν να μάθουν την τέχνη της αλχημείας, αλλά χωρίς επιτυχία μετά το θάνατο του δασκάλου τους, έναν Πέρση μάγο. Ο ήρωας επικαλείται το φάντασμα του νεκρού δασκάλου του, το οποίο του αποκαλύπτει ότι το μυστικό κρύβεται σε κάποια μαγικά βιβλία, κρυμμένα σε ένα ιερό. Μετά από ένα σαφάρι για την ανακάλυψη αυτών των βιβλίων, οι μαθητές δεν βρήκαν τίποτα μέσα στα βιβλία αυτά που να ήταν χρήσιμο, εκτός από την εξής φράση που αποκρυσταλλώνει όλη τη διδασκαλία του δασκάλου τους: "η φύση απολαμβάνει τη φύση, η φύση κατακτά τη φύση, η φύση κυριαρχεί πάνω στη φύση."


Αν και συχνά ο πρωταρχικός πυρήνας--και ίσως όχι ο μοναδικός γιατί ο και ίδιος ο Λουκιανός πολύ πιθανόν να βασίστηκε σε μία προφορική παράδοση--χάνεται μέσα στο χρόνο, ο μύθος του μαθητευόμενου μάγου εμφανίζεται και σε φορκλορικές αφηγήσεις της Βρετανίας. Η μία αφορά την ιστορία ενός  λίγο αλαφροΐσκιωτου νεαρού υπηρέτη στο Yorkshire που διαβάζει μέσα από το απαγορευμένο μαύρο βιβλίο του αφεντικού του κάποια μαγικά λόγια. Το αποτέλεσμα είναι η επίκληση ενός πνεύματος το οποίο ζητάει από τον υπηρέτη να του αναθέσει μία δουλειά. Θυμίζοντας το μαθητευόμενο Ευκράτη, ο νεαρός ζητάει από το πνεύμα να πάει να του φέρει νερό για να ποτίσει τα λουλούδια. Η συνέχεια είναι γνωστή. Η πόλη ολόκληρη σώθηκε στο παραπέντε από βεβαιο πνιγμό, αφού ο μάγος έστειλε πίσω το πνεύμα από εκεί που είχε ερθει. Κοινή χαρακτηριστική λεπτομέρεια σε όλες αυτές τις ιστορίες είναι η λαθραία ανάγνωση ενός βιβλίου, το οποίο σε όλες τις περιπτώσεις περιγράφεται ως μαύρο.

Εδώ η περιέργεια σε συνδυασμό με την έλλειψη εμπειρίας αποτελούν συνταγή καταστροφής. Το ίδιο αφηγηματικό μοτίβο παρουσιάζεται και στο  έργο του Ρωμαίου Λούκιου Απουληίου, "Ο Χρυσός Γάιδαρος ή Μεταμορφώσεις." Ο Λούκιος βλέποντας κρυφά τη μεταμόρφωση μίας μάγισσας  σε πουλί, αποφασίζει να αναπαράγει το δρώμενο στον εαυτό του, όμως καταλήγει να πάρει τη μορφή ενός γαϊδάρου.  Μία παραλλαγή της ιστορίας αυτής που αφορά την αδυναμία διαχείρισης μίας προχωρημένης "τεχνολογίας-μαγείας" συναντάται στο νορβηγικό μύθο του "Μαγικού Μύλου ή Χύτρας", αλλά και σε αντίστοιχες περιπτώσεις Ελληνικών παραμυθιών. Εκεί, ένα μαγικό αντικείμενο χαρίζεται από ένα γηραιό πρόσωπο που συναντάει συνήθως σε δάσος τον/την ήρωα/ηρωΐδα, που όμως δεν γνωρίζει να το διαχειριστεί με αποτέλεσμα μία χύτρα να μαγειρεύει ασταμάτητα χυλό ή ένας μύλος να αλέθει συνεχώς.


Δεν είναι σπάνιες οι φορές που το έργο του Λουκιανού έχει αποτελέσει ένα από τα βασικά αφηγηματικά υποστρώματα στην ιστορία της λογοτεχνίας, αλλά και της τέχνης γενικότερα. Για παράδειγμα το "Τίμων ή Μισάνθρωπος" αποτέλεσε την έμπνευση για το θεατρικό του Γ. Σαίξπηρ, "Τίμων, ο Αθηναίος." Σχεδόν όλη η λογοτεχνία του φανταστικού που περιγράφει ταξίδια στο διάστημα ή πολέμους των άστρων οφείλει πολλά στην "Αληθινή Ιστορία" του Λουκιανού. Σε ό,τι αφορά την ιστορία του Ευκράτη που αναφέραμε, οι συγγραφείς του φανταστικού και της επιστημονικής φαντασίας, όταν διαπραγματεύονται το θέμα αυτόματων μηχανών ή άλλων τεχνολογικών επιτευγμάτων που "επαναστατούν" ή βγαίνουν εκτός ελέγχου, χρησιμοποιούν την έκφραση "το σύνδρομο του μαθητευόμενου μάγου." Το θέμα της τεχνολογίας-μαγείας σε αντιπαράθεση με την ανικανότητα του ανθρώπου να τη διαχειριστεί, ενώ η ανάπτυξή της οφείλεται στον ίδιο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο βιβλίο του Karel Capek, "R.U.R." (Rossum’s Universal Robots) [1921]. Ο Capek, εμπνευστής του όρου "ρομπότ", ένας από τους θεμελιωτές της επιστημονικής φαντασίας, παρουσιάζει στο παραπάνω έργο έναν κόσμο που ανθρωπομορφικά ρομπότ κυριαρχούν όλο και περισσότερο στις ζωές των ανθρώπων, και τελικά ένα από αυτά με το μεγαλύτερο εγκέφαλο οργανώνει τα όμοιά του, και όλα μαζί στρέφονται εναντίον της ανθρωπότητας. Μία πιο ολοκληρωμένη μελέτη σίγουρα θα δείξει το έντονο στοιχείο της λουκιανικής παράδοσης που συναντάμε στη σύγχρονη λογοτεχνία και κινηματογράφο μέσα από ιούς που "δραπετεύουν" από τα εργαστήρια, γενετικά μεταλλαγμένους άνθρωπους, ατίθασα ρομπότ κτλ. Πρόκειται για μία προειδοποίηση που με λίγα λόγια υπαγορεύει: "μην ανακατεύεσαι σε πράγματα που δεν μπορείς να καταλάβεις." 


Ο μύθος του μαθητευόμενου μάγου φέρει μία πολύ μακρά ιστορία μέσα του, που στο βάθος δεν έχει σκοπό να γελοιοποιήσει τη χρήση της μαγείας-τεχνολογίας, όπως έχει υποστηριχτεί από μελετητές που παρουσιάζουν το Λουκιανό σαν τη καταδικαστική φωνή της λογικής και επιβολής της επιστημονικής τάξης. Πρόκειται για μία προειδοποίηση η οποία διαφαίνεται και σε ανάλογες ιστορίες όπως του Φάουστ, του Μίδα ή στο έργο του H.G.Wells, "The Man who could work miracles." Όπως συμβαίνει και με ανάλογους μύθους, οι ρίζες του μοτίβου του μαθητευόμενου μάγου αντανακλώνται φρακταλικά μέσα στο χρόνο. Μοιάζουν σαν αυτές τις τρεις μαγικές λέξεις του μάγου Παγκράτη που χάριζαν τη ζωή σε άψυχα αντικείμενα. Κατά κάποιο τρόπο τρία ήταν και τα μαγικά συστατικά που κράτησαν το ζωντανό το μύθο του μαθητευόμενο μάγου μέσα από το Λουκιανό : η ποίηση του Γκαίτε, το σκέρτσο του Dukas και η ταινία του Disney. Λόγος-Μουσική-Κίνηση. Μαγική Φράση που προφέρεται με συγκεκριμένη Τονικότητα για να παράγει ένα Δρώμενο-Πράξη.

Στο τέλος του "Φιλοψευδή", ο Ευκράτης επιβεβαιώνει στην παρέα του, ότι αν και έχει περάσει ο καιρός, γνωρίζει ακόμα αυτές τις τρεις μαγικές λέξεις που φέρνουν κάθε μαθητευόμενο μάγο αντιμέτωπο με ένα χάος, που όμως δεν τις χρησιμοποιεί γιατί δεν ξέρει το μαγικό τους αντίδοτο. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, ίσως να είναι και πολύ καλύτερα που δεν γνωρίζουμε σήμερα το αντίδοτο, και σαν μαθητευόμενοι μάγοι έχουμε μνήμες από αυτές τις τρεις ζωοδότριες μαγικές λέξεις, όταν αποφασίζουμε να τις προφέρουμε. Αυτή η άγνοια είναι και ο καταλύτης, η κινητοποιός δύναμη που ενεργοποιεί την αλλάγη και την επιθυμία του ανθρώπου να γίνει δημιουργός-μάγος. Ποιο όμως είναι το αντίδοτο αν ο άνθρωπος καταληφθεί από δημιουργική ηδονή; Ο Λουκιανός στο έργο του απαντά, "η αλήθεια." Ποια, όμως αλήθεια, του μάγου ή του μαθητευόμενου μάγου; 

Βιβλιογραφία:
~Hansen, W., Ariadne's Thread: A Guide to International Tales Found in Classical Literature [2002].

~Kalitan D., "In Search of the Sorcerer's Apprentice: between Lucian and Walt Disney" Journal of Education Culture and Society 1 (2012) 94-101.

~Labbie, E.F., "The Sorcerer's Apprentice: Animation and Alchemy in Disney's Medievalism," in Pugh T. and Aronstein S. (eds.) The Disney Middle Ages. A Fairy-Tale and Fantasy Past [2012].

~Lucian, III (Loeb Classical Library No. 130), transl. by Harmon A. M. [1921].

~Ogden, D., In Searc.h of the Sorcerer's Apprentice: The Traditional Tales of Lucian's Lover of Lies [2007].

~Του ιδίου, Magic, Witchcraft and Ghosts in the Greek and Roman Worlds: A Sourcebook [2009].



 

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Σφεντόνα ή το Όπλο των Μηνυμάτων.

Ο Πλάτωνας στο έργο του Νόμοι (8.8.34α) θεωρεί ότι θα ήταν καλό για τις πόλεις να θεσπίσουν αγώνες ρίψης λίθων, είτε με το χέρι είτε με τη χρήση σφεντόνας σαν εξάσκηση στις πολεμικές τέχνες. Αν και σήμερα έχουμε στο μυαλό μας ότι η χρήση όπλων, όπως ρόπαλα και πέτρες είναι μία πρωτόγονη μορφή πολέμου η χρήση της σφεντόνας ήταν αρκετά διαδεδομένη στις πολεμικές συγκρούσεις της αρχαιότητας.
Γενικότερα, η σφεντόνα εμφανίζεται πρώτη φορά περίπου το 10.000πκε και τα πρώτα βλήματα σε χρήση ήταν σφαιρικά. Αργότερα απέκτησαν δικωνικό σχήμα ή ωοειδές. Το υλικό των βλημάτων ήταν πέτρα, πηλός, σίδερο, και μολύβι. Οι πρωϊμότερες σφεντόνες έμοιαζαν λίγο ή πολύ με καλύπτρες ματιού: αποτελούνταν από ένα κομμάτι υφάσματος ή δέρματος από την άκρη του οποίου στερεώνονταν δύο λουριά. Ο σφενδονήτης (ο χρήστης της σφεντόνας) στερέωνε το βλήμα στο κέντρο της σφεντόνας και άρχιζε να την περιστρέφει ελευθερώνοντας κάποια στιγμή το ένα από τα λουριά. Η δύναμη της φυγόκεντρου βοηθούσε το βλήμα να καλύψει μία αρκετά μεγάλη απόσταση μεγαλύτερη και από αυτή που κάλυπτε η χρήση του τόξου εκείνη την εποχή πετυχαίνοντας το στόχο του. Η απόσταση καθώς και το μέγεθος της ζημιάς που μπορούσε να φέρει στην αντίπαλο ήταν σε άμεση εξάρτηση με το υλικό κατασκευής του βλήματος. Φαίνεται όμως πως αν και μικρά σε μέγεθος μπορούσαν να φέρουν ακόμα και θανατηφόρα χτυπήματα στον εχθρό.
Ο Κέλσος στο έργο του Περί Ιατρικής Τέχνης (7.5.4) παραθέτει με λεπτομέρειες ότι οι ιατροί της εποχής του ειδικεύονταν στην αφαίρεση βλημάτων από σφεντόνα καθώς αυτά συχνά σφήνοναν κάτω από το δέρμα του θύματος, σε κόκαλα και αρθρώσεις. Σε περίπτωση που το βλήμα είχε βυθιστεί βαθιά στο κόκαλο τότε ο ιατρός ακολουθούσε μία επέμβαση εξαγωγής του παρόμοια με αυτή της εξαγωγής δοντιού. Αν κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό, ή η επέμβαση ήταν ανεπιτυχής, τότε ο ιατρός αφαιρούσε ένα κομμάτι από το κόκαλο σε σχήμα V γύρω από το βλήμα ώστε να μειώσει την πίεση. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι ιδιαίτερα τα μολύβδινα βλήματα μπορούσαν να επιφέρουν σοβαρά τραύματα, ακόμα και το θάνατο. 


Αν λάβουμε υπόψη μας ότι στην αρχαία Ελλάδα όσοι συμμετείχαν στον πόλεμο ήταν υποχρεωμένοι με δικά τους έξοδα να αγοράζουν τον εξοπλισμό τους τότε καταλαβαίνουμε και το λόγο που όσοι έπαιρναν μέρος στη μάχη στο σώμα των σφενδονητών ανήκαν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Ο εξοπλισμός ενός σφενδονήτη ήταν απλός και χωρίς μεγάλο κόστος. Στην φωτογραφία μπορούμε να δούμε μία μήτρα βλημάτων που μοιάζει σαν δέντρο. Στις κοιλότητές τις έχυναν τον ζεστό μόλυβδο και μετά πολύ εύκολα αποσπούσαν τα βλήματα αφού είχε κρυώσει το υλικό. Η συγκεκριμένη μήτρα φέρει επίσης στις κοιλότητές της τη λέξη «ΤΙΜΩΝΟΣ» και αναφέρεται στον ιδιοκτήτη των βλημάτων. Αυτή η πρακτική να αναγράφονται πληροφορίες ή μηνύματα πάνω στα βλήματα των σφεντόνων ήταν αρκετά διαδεδομένη, όπως θα δούμε και παρακάτω. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ένα αρκετά βοηθητικό στοιχείο για την περισυλλογή των βλημάτων από τον ιδιοκτήτη τους μετά το πέρας μίας πολεμικής σύγκρουσης. 




Έτσι, λοιπόν εφόσον αυτός ο τρόπος συμμετοχής στη μάχη ήταν και ο φθηνότερος, οι σφενδονήτες, όπως αναφέρουν οι πηγές στο πεδιό της μάχης ήταν ιεραρχικά κάτω και από τους τοξότες. Ο Δημοσθένης για να αμαυρώσει το προφίλ του αντίδικού του, Χαρίδημου αναφέρει στο δικαστήριο ότι στην αρχή της καρριέρας του είχε υπηρετήσει στο σώμα των σφενδονητών. Και ο Ξενοφώντας τους τοποθετεί στην κατώτερη θέση των δυνάμεων ξηράς και στο έργο του Κύρου Παιδεία σημειώνει ότι η σφεντόνα είναι το όπλο που αρμόζει σε έναν δούλο (το όπλον δουλικώτατον). Να σημειώσουμε ότι μαζί με τους πελταστές, ακοντιστές, τοξότες και εκείνοι που συμμετείχαν ρίχνοντας λίθους στον εχθρό, οι σφενδονήτες ανήκαν στα ελαφρά οπλισμένα σώματα μάχης. 

Οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι ανάμεσα στα έθνη που είχαν παράδοση στους σφενδονήτες και συχνά πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο πεδίο της μάχης ήταν οι Αχαιοί, οι Αιτωλοί, οι Ακαρνανείς, οι Αργίτες, οι Πέρσες, οι Ρόδιοι, οι Σικελιώτες, οι Σύριοι, οι Θεσσαλείς και οι Θρακιώτες. Τα βλήματα, όπως είπαμε που εκτόξευε ένας σφενδονήτης έφθαναν ακόμα και ταχύτητα 60χλμ/ώρα και πολύ πιο μακρυά σε σχέση με τα τόξα και τα ακόντια, έτσι ώστε πολύ εύκολα μπορούσαν να φέρουν πλήγμα στον εχθρό. Μπορεί όχι το καθοριστικό, αλλά σίγουρα μπορούσαν να αποσυντονίσουν πολύ γρήγορα την διάταξη των αντιπάλων στρατευμάτων. Μεγάλη αποτελεσματικότητα είχε η χρήση τους κυρίως σε πολιορκίες αφού σαν τηλεβόλα όπλα μπορούσαν να δημιουργήσουν πρόβλημα από μακρυά. Η πρώτη απεικόνιση σφενδονητών στον ελληνικό χώρο βρίσκεται σε ένα ρητό που χρονολογείται το 1500πκε και προέρχεται από τις Μυκήνες (δες τη σχεδιαστική απεικόνιση της παράστασης στην παραπάνω φωτογραφία). 

Ένα σώμα σφενδονητών μπορούσε να είναι εξίσου αποτελεσματικό  σε δύσβατες ή βραχώδεις περιοχές όπου το πεζικό είχε δυσκολία να πάρει γρήγορα στρατηγική θέση μάχης. Στους Ρωμαϊκούς χρόνους το ίδιο σώμα είχε μεγάλες επιτυχίες σε εκείνες τις μάχες που έπαιρναν μέρος ελέφαντες αφού μπορούσαν να φέρουν σοβαρά πλήγματα στα ζώα ή να τα τρομάξουν και να τα θέσουν εκτός μάχης πολύ γρήγορα και από μακρυά. Τις παραμονές της Αθηναϊκής εκστρατείας στη Σικελία το 415πκε, ο στρατηγός Νικίας ζήτησε να έρθουν μαζί του περισσότεροι σε αριθμό σφενδονήτες (700) από τους τοξοτες που τελικά στάλθηκαν μαζί του (400). Ο λόγος δεν ήταν άλλος από το άριστο ιππικό σώμα που διέθετε ο αντίπαλος στο οποίο η ρίψη βλημάτων μπορούσε να το αποδιοργανώσει άμεσα. 

Εκτός όμως από την παρουσία σφενδονητών σε συγκρούσεις στην ξηρά το σώμα αυτό μπορούσε να είναι λειτουργικό και σε ναυμαχίες, όπως καταγράφουν οι πηγές μας. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι στην τελική σύγκρουση του Αθηναϊκού στόλου εναντίον του Σικελικού το 413πκε και οι δύο πλευρές χρησιμοποίησαν αμφίβιους-καταδρομείς σφενδονήτες. Εκείνοι, είτε έφεραν πλήγματα στον αντίπαλο πάνω από το πλοίο, ή πλησίαζαν μυστικά μέσα στο νερό το εχθρικό πλοίο. Σε ανάλογες ναυμαχίες ανάλογα σώματα ήταν παρατεταγμένα στις κοντινές ακτές που λάμβανε χώρα η ναυμαχία και εξαπέλυαν τα βλήματά τους σε όσους από τους αντιπάλους διασώνονταν και κολυμπούσαν προς την ακτή.  Γενικότερα, οι σφενδονήτες εμπλέκονταν στη μάχη αρκετά νωρίς, ακριβώς γιατί ο τρόπος που πολεμούσαν μπορούσε να επιφέρει άμεση σύγχιση και αποδιοργάνωση στις γραμμές του αντιπάλου και για αυτό το λόγο βρίσκονταν συνήθως μπροστά από τη φάλαγγα. Μετά το αρχικό κύμα της επίθεσης, συνήθως υποχωρούσαν στα μετώπισθεν όπου και τα φυλούσαν. 
Κάτι αρκετά αξιοπρόσεκτο που αφορά τη χρήση της σφεντόντας σαν όπλο πολέμου είναι ότι στα βλήματα που έχουν βρεθεί σήμερα παρατηρούμε ότι υπάρχουν επιγραφές συνήθως ανάγλυφες. Ποιος είναι ο λόγος που κάτι καταγράφεται σε ένα τόσο μικρό και ίσως ασήμαντο στα μάτια μας αντικείμενο είναι για να μεταδώσει μία πληροφορία; Σε ποιον; Μα σε εκείνον για τον οποίο προορίζεται το ίδιο το βλήμα.Οι αρχαιολόγοι με βάση το υλικό που έχουν στα χέρια τους έχουν καταχωρήσει αυτά τα μηνύματα/πληροφορίες σε πέντε κατηγορίες. 

Η πρώτη κατηγορία εμπεριέχει επιγραφές εντολές ή επιφωνήματα με σκοπό είτε να δώσουν ένα πρόσταγμα στο βλήμα που πετούν ή να μεταφέρουν έναν μήνυμα σε εκείνον που θα δεχθεί το πλήγμα. Συνήθως πρόκειται για προστακτικές ρημάτων όπως οι παρακάτω που απευθύνονται με μία διάθεση ειρωνίας στο θύμα: δέξαι, λαβέ, πρόσεχε, τρώγε (δηλ. φάτην), κύε (δηλ. μείνε έγκυος εφόσον σε διαπέρασε το βλήμα). Εκφράσεις όπως πυρί (δηλ. στην πυρά, στο διάολο), τρωγαλίον (γλυκό κέρασμα), νίκα (νίκη), αισχρόν δώρον (δυσάρεστο δώρο), αίμα και προστακτικές όπως ὗσε (δηλ. βρέξε), φαίνε (εμφανίσου) και βάσκε (βιάσου) αναφέρονται στο ίδιο το βλήμα θυμίζοντας τα μηνύματα που έγραφαν με κιμωλία οι Αμερικανοί στις βόμβες που έριχναν στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Μεγαλύτερη ειρωνική διάθεση και χιούμορ έχουν βλήματα που αναγράφουν πάνω επιφωνήματα πόνου, όπως παπαῖ , δηλαδή «άουτσ!!!» Στο σημείο αυτό δεν παρατηρούμε τίποτα άλλο παρά μία πολύ απλή εφαρμογή ψυχολογικού πολέμου. Αντιλαμβάνεστε τα συναισθήματα που ενδεχομένως να ένιωθε κάποιος όταν μέσα στον πόνο του διάβαζε και το «συστημένο μήνυμα». 

Μία άλλη κατηγορία βλημάτων διασώζει ενθογραφικές πληροφορίες και ονόματα πόλεων. Τέτοια παραδείγματα, είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικά αν βρεθούν in situ, δηλ. στον τόπο που έλαβε χώρα μία σύγκρουση και μπορούν να δώσουν πολλές πληροφορίες για τους μετέχοντες, για μετακινήσεις ομάδων και πληθυσμών ακόμα και τον τόπο κατασκευής του βλήματος. Στο ίδιο ερμηνευτικό πλαίσιο συγκαταλέγεται και η τρίτη ομάδα βλημάτων που αφορά επιγραφές κυρίων ονομάτων σε ονομαστική και γενική πτώση. Έχει προταθεί από τους αρχαιολόγους ότι τα ονόματα στην ονομαστική πτώση αφορούν τον κατασκευαστή ή τον κτήτορα του βλήματος, ενώ τα ονόματα σε γενική πτώση αφορούν εκείνη την αρχή που διατάζει την επίθεση  ή την συντονίζει .Τα ονόματα των σφενδονητών και ο τόπος καταγωγής τους όσων διασώζονται στα βλήματά τους εκτός από το σκοπό που υπηρετούσαν, δηλαδή την εύκολη ανάκτησή τους από τον κάτοχό τους μετά το τέλος της σύγκρουσης πληροφορούσαν άμεσα το θύμα για την ταυτότητα εκείνου που τον έβαλε. Το ίδιο το βλήμα αντιπροσώπευε τον ίδιο τον σφενδονήτη και την πόλη του. 

Η τέταρτη κατηγορία είναι αρκετά ενδιαφέρουσα μια και τώρα εκτός από τις λέξεις που «τσακίζουν» κόκαλα και περνάμε σε εικονογραφημένα μηνύματα που αποτυπώνονται πάνω στα βληματα, μία κατηγορία με λιγότερα παραδείγματα από τα παραπάνω, αλλά άκρως ενδιαφέρουσα.  Παραδείγματα από αυτή την ομάδα βλέπετε στις φωτογραφίες: εικόνα φιδιού για δηλώσει ίσως ότι το χτύπημα είναι τόσο δυνατό όσο και το δάγκωμά του. Πολύ συχνή είναι η απεικόνιση του σκορπιού πάνω σε βλήμα που συχνά συνοδεύεται με επιφωνήματα πόνου για να ενισχύσει το «δάγκωμα από μακρυά». 
Ανάλογες εικόνες είναι βλήματα που φέρουν αετούς, λόγχες, τρίαινες, κεραυνούς, φτερωτά βέλη ή στυλιζαρισμένες σφήκες. Στην περίπτωση αυτή βλέπουμε τη δύναμη που έχει μία λέξη σε συνδυασμό με την εικόνα να ενισχύει το πλήγμα στον αντίπαλο. Το βλήμα υπό αυτή την έννοια μεταλλάσσεται της ύλης που είναι φτιαγμένο και της λειτουργικότητάς του και πλέον γίνεται το ίδιο φίδι, σκορπιός, αετός, κεραυνός. Για άλλη μία φορά, όπως και στην περίπτωση της αρχαίας τέχνης έχουμε έναν--κατά τα άλλα οδυνηρό--διάλογο με ενεργό πομπό και δέκτη που δεν χρειάζεται καν να είναι σε άμεση οπτική επαφή. Το ψυχολογικό πλήγμα είναι το ίδιο ισχυρό όσο και το κυριολεκτικό τραύμα. 
Με τον ίδιο τρόπο, πολύ πιθανόν να λειτουργούσε σε ιδεολογικό επίπεδο και η τελευταία κατηγορία βλημάτων που έφεραν ονόματα θεών. Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι η χρήση των ονομάτων αυτών αφορά θεούς/θεές στις οποίες γινόταν επίκληση πριν την έναρξη της μάχης και από τα δύο στρατόπεδα ή αφορούν ιερά-βλήματα που είχαν πριν καθαγιαστεί στο όνομα των θεών. Φανταστείτε, λοιπόν, να σας κεραυνοβολεί το βλήμα του Δία…. 
Τα ενεπίγραφα, λοιπόν, βλήματα είναι με το δικό τους τρόπο ζωντανά κομμάτια ιστορίας που μπορεί να μη συνδέονται άμεσα με το πεδίο της μάχης. Οι πληροφορίες που μπορούν να δώσουν για την εθνογραφική ταυτότητα των σφενδονητών, των κατασκευαστών τους, των μετακινήσεών τους κτλ., είναι ανεκτίμητες που ακόμα και οι μεγάλοι ιστορικοί της αρχαιότητας δεν δίνουν στα έργα τους. Από την άλλη πλευρά, διασώζουν διαλόγους που κανένα ποτέ βιβλίο ιστορικό δεν είναι σε θέση να καταγράψει, ακόμα και αν ο συγγραφέας τους ήταν αυτόπτης μάρτυρας.  Οι σφενδονήτες συνδιαλέγονταν μέσα στη μάχη με το δικό τους χιουμοριστικό, ειρωνικό τρόπο με σκοπό να εξουδετερώσουν τους αντιπάλους τους χλευάζοντάς τους και υποτιμώντας τους. Αποτελεί άλλο ένα αξιόλογο παράδειγμα δρώμενων και πράξεων που ανταλλάσσονται μεταξύ πομπού και δέκτη χρησιμοποιώντας μία κωδική γλώσσα [δες και εδώ]. Τι να πονούσε άραγε πιο πολύ: το χτύπημα από ένα βλήμα ή το γραπτό/εικονογραφημένο μήνημα του;