Σελίδες

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Ο Πλούταρχος και το Ταξίδι από τη Σελήνη στη Γη.



«Ολόκληρη γύρω γύρω λάμπει με φωτιά, 
Πιο γαλανό από πέτρα κυανή
Φαίνεται μιας κόρης το μάτι και το υγρό της μέτωπο·
Κοιτάζοντάς τη μοιάζει με πρόσωπο.»
Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς Σελήνης, 920e



Ένα από τα όχι και τόσο γνωστά έργα του Πλουτάρχου είναι το Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς Σελήνης, δηλ. σε  ελεύθερη μετάφραση Σχετικά με το πρόσωπο που φαίνεται στην σφαίρα της Σελήνης. Αν και το κείμενο που είναι γραμμένο σε μορφή διαλόγου δεν σώζεται ολόκληρο σήμερα, πρόκειται για ένα από τα αρχαιότερα έργα που συγκεντρώνει τις ερμηνείες και τις απόψεις σχετικά με τη Σελήνη, όπως αυτές έγιναν αντιληπτές μέσω παρατηρήσεων από τους σύγχρονους της εποχής του Πλουτάρχου. Η πραγματεία, λοιπόν, αυτή σε μορφή διαλόγου επηρέασε σε σημαντικό βαθμό όπως φάνηκε αργότερα και τον αστρονόμο Κέπλερ. Για την ιστορία, να αναφέρουμε ότι οι αστρονόμοι έχουν ονομάσει δώσει το όνομα του Πλουτάρχου σε έναν από τους κρατήρες της Σελήνης παραπέμποντας και τιμώντας με αυτόν τον τρόπο το συγκεκριμένο έργο του.

Το Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς Σελήνης, ή εν συντομία Περί του Προσώπου της Σελήνης είναι ένας πολύπλευρος διάλογος πάνω σε θέματα  που αφορούν την αστρονομία, κοσμολογία, γεωγραφία και γενικότερης οπτικής του πώς λειτουργεί το σύμπαν. Σημαντικό κομμάτι του διαλόγου  είναι ο μύθος για το ρόλο της Σελήνης στον κύκλο ζωής των ψυχών, ένα θέμα με το οποίο έχω ασχοληθεί σε παλαιότερο άρθρο μου και στο οποίο αποδεικνύεται ότι ο ρόλος της Σελήνης φαίνεται να ήταν καίριος για τους ανθρώπους στην αρχαιότητα. Σε αυτό το άρθρο θα παρουσιαστούν πώς προσσεγγίστηκε από τον Πλούταρχο η ερώτηση του  κατά πόσο μπορεί η Σελήνη να κατοικηθεί μέσα από την παράθεση πολύ ενδιαφέροντων τελεολογικών και περιβαντολογικών θεωριών. 

Αρχικά, αυτό που προσπαθούν να επιλύσουν οι συνομιλητές δεν είναι τόσο αν όντως υπάρχουν όντα στη Σελήνη, αλλά κατά πόσο θα μπορούσαν να ζήσουν εκεί. Σε ένα άλλο έργο του, το «Περί των αρεσκόντων τοις φιλοσόφοις φυσικών δογμάτων» ο Πλούταρχος αναφέρει ότι η απόψη πως υπάρχουν όντα στη Σελήνη αποδίδεται στους Πυθαγορίους, ενώ ο Διογένης ο Λαέρτιος την αποδίδει στον Αναξαγόρα (Περί των αρεσκόντων τοις φιλοσόφοις, 892a: «Οἱ Πυθαγόρειοι γεώδη φαίνεσθαι τὴν σελήνην διὰ τὸ περιοικεῖσθαι αὐτὴν καθάπερ τὴν παρ´ ἡμῖν γῆν μείζοσι ζῴοις καὶ φυτοῖς καλλίοσιν· εἶναι γὰρ πεντεκαιδεκαπλασίονα τὰ ἐπ´ αὐτῆς ζῷα τῇ δυνάμει μηδὲν περιττωματικὸν ἀποκρίνοντα, καὶ τὴν ἡμέραν τοσαύτην τῷ μήκει.»
Μτφρ: «Οι Πυθαγόριοι υποστηρίζουν ότι η Σελήνη φαίνεται να είναι γήινη για το λόγο ότι κατοικείται όπως και η Γη μας. Και πάνω σε αυτήν υπάρχουν ζώα μεγαλύτερα σε μέγεθος και φυτά εξαιρετικής ομορφιάς από αυτά που μπορεί να φιλοξενήσει ο πλανήτης μας. Επίσης δεν αφήνουν πίσω τους περιττώματα και εκεί οι μέρες διαρκούν δεκαπέντε φορές περισσότερο.»)


Αυτός που προσεγγίζει, όμως, πρώτος την πιθανότητα ύπαρξης ζωής στη Σελήνη είναι ο Θέων βασιζόμενος σε ένα τελεολογικό επιχείρημα που είχε διατυπωθεί νωρίτερα, ότι δηλαδή η Σελήνη είναι σαν την Γη. Αναφέρει, λοιπόν:
«Αν δεν είναι δυνατή [η ύπαρξη ζωής στη Σελήνη], τότε είναι παράλογο και το να είναι στη Γη, διότι θα φανεί τότε πως δεν έχει γίνει για κανένα σκοπό αλλά μάταια, εφόσον ούτε καρπούς βγάζει ούτε προσφέρει σε ανθρώπους κάποιου είδους έδρα, γέννηση και τρόπους επιβίωσης, πράγματα που λέμε πως έχει γίνει και τούτη εδώ (Γη)...» (Περί του Προσώπου της Σελήνης, 937d-e)

Ο λόγος του Θέωνα επικεντρώνεται στο να δυσφημίσει κατά κάποιον τρόπο ότι μπορεί να υπάρξει κατοίκηση στη Σελήνη και καταθέτει για αυτό μία σειρά περιβαντολλογικών θα λέγαμε εμποδίων που καθιστούν κάθε μορφή ζωής εκεί αδύνατη. Το λόγο παίρνει κατόπιν ο Λαμπρίας, ο οποίος διαφωνεί με την άποψη ότι η Σελήνη δεν έχει κανένα απολύτως ρόλο επειδή και μόνο δεν μπορούν να ζήσουν πάνω της άνθρωποι. Άλλωστε, υπάρχουν, υποστηρίζει πολλά μέρη πάνω στη Γη που δεν είναι κατοικήσιμα: «Πρώτα απ’όλα, λοιπόν, δεν είναι αναγκαίο, αν δεν κατοικούν άνθρωποι στη Σελήνη, αυτή να έχει γίνει μάταια και χωρίς λόγο. Πράγματι, ούτε τούτη εδώ τη Γη βλέπουμε να παράγει ή να κατοικείται σε όλη της την έκταση, αλλά μικρό της μέρος, σαν να ήταν κορυφές ή χερσόνησοι που αναδύονται από το βυθό, είναι γόνιμη σε ζώα και φυτά, ενώ από τα υπόλοιπα άλλα είναι έρημα και άκαρπα λόγω της κακοκαιρίας και του καύσωνα, ενώ τα περισσότερα έχουν βυθιστεί στη μεγάλη θάλασσα ... Κάθε άλλο, όμως, παρά μάταια έχουν γίνει αυτά, διότι και απαλές αναθυμιάσεις βγάζει η θάλασσα και τους πιο ευχάριστους ανέμους, όταν το καλοκαίρι είναι στην ακμή του, από την ακατοίκητη και παγωμένη περιοχή ελευθερώνουν και σκορπίζουν τα χιόνια, καθώς λιώνουν σιγά σιγά...» (Περί του Προσώπου της Σελήνης, 938d-e). 

Με τον ίδιο τρόπο, μία Σελήνη άγονη από κάθε ίχνος ζωής μπορεί ακόμα να εκτελεί «χρήσιμες» λειτουργίες, όπως  να απορροφά τις αναθυμιάσεις της Γης και να μετριάζει τον υπερβολικό καύσο και τη δριμύτητα του ήλιου.  Ο Λαμπρίας συνεχίζει λέγοντας ότι τίποτα δεν έχει ειπωθεί που να αποδεικνύει ότι η κατοίκηση στη Σελήνη είναι απίθανη και υποστηρίζει στον μονόλογό του ότι  αυτή κατοικείται από ζωντανά όντα, που είναι όμως ανώτερα σε ιεραρχία από τους γήινους θνητούς. 
"Μπορεί η κίνησή της να μη θυμίζει αυτή της Γης, αλλά δεν είναι όμως ακανόνιστη ή μη σταθερή, εφόσον οι αστρονόμοι έχουν αποδείξει το αντίθετο. Μία ανάλογη ισορροπία φέρνει την ηρεμία στις μεγάλες διαφορές της θερμοκρασίας, ενώ η λεπτή και διάφανη ατμόσφαιρά της διαχέει το φως του ήλιου", αναφέρει ο Λαμπρίας. Στην συνέχεια υποστηρίζει ότι και στη Γη υπάρχουν φυτά που αντέχουν σε ακραίες καιρικές συνθήκες και επιβιώνουν είτε με ελάχιστο νερό, είτε με ξηρασία είτε με χιονιά και παρόλο αυτά προσαρμόζονται άψογα. Στο σημείο αυτό ο Πλούταρχος μέσω του Λαμπρία απαριθμεί μία λίστα τέτοιων φυτών στη Γη και θέτει την εξής ερώτηση στους συνομιλητές του: «γιατί να μην υπάρχουν και ανάλογα τέτοια φυτά στη Σελήνη που να προσαρμόζονται στις συνθήκες που επικρατούν εκει;»  Με λίγα λόγια:


«Εκείνοι πάλι που θεωρούν τη Σελήνη σώμα πυρωμένο και φλογισμένο κάνουν λάθος, αλλά κι αυτοί, που απαιτούν τα εκεί ζωντανά πλάσματα να διαθέτουν όσα ακριβώς (όργανα) διαθέτουν και τα εδώ για τη γένεση, την τροφή και την επιβίωση, μοιάζουν να μην έχουν ιδέα από τις ανωμαλίες τις σχετικές με τη φύση, στις οποίες μπορεί κανείς να ανακαλύψει μεγαλύτερες και περισσότερες διαφορές και ανομοιότητες των ζωντανών πλασμάτων μεταξύ τους παρά με τα μη ζωντανά πλάσματα.» (Περί του Προσώπου της Σελήνης, 940b).
Και συνεχίζει ο Λαμπρίας μετά τις παρατηρήσεις του για το περιβάλλον και για ίδιους τους ανθρώπους που κατοικούν στη Σελήνη, οι οποίοι μπορεί να μην χρειάζονται τόσο τροφή όσο εμείς στη Γη για να επιβιώσουν. Ετσι, αντίστοιχα, το περιβάλλον της Σελήνης ενδέχεται να είναι το κατάλληλο για αυτούς με τον ίδιο τρόπο  που ένας φαινομενικά για τον άνθρωπο αφιλόξενος ωκεανός μπορεί να υποστηρίξει κάποια μορφή ζωής διαφορετική από την ανθρώπινη. Οι άνθρωποι της Σελήνης, λοιπόν...

«θα απορούσαν πολύ περισσότερο με τη Γη, βλέποντάς τη, σαν κατακάθι και λάσπη του σύμπαντος [ὑποστάθμην καὶ ἰλὺν τοῦ παντὸς], να αχνοφαίνεται μέσα από τα υγρά, ομίχλες και νέφη, τόπος χωρίς φως, χαμηλός και ακίνητος, αν γεννάει και τρέφει ζωντανά πλάσματα, που έχουν μερίδιο στην κίνηση, την αναπνοή και τη θερμότητα.» (Περί του Προσώπου της Σελήνης, 940e)
Είναι πάρα πολύ σημαντικός ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσει την επιχειρηματολογία του ο Λαμπρίας, η οποία βασίζεται στο μοτίβο της ανεστραμμένης προοπτικής βάζοντας κατά κάποιο τρόπο τους συνομιλητές του, αλλά και τον αναγνώστη του σε μία έξω από την οικεία ανθρώπινη κατάσταση/ θέση παρατήρησης. Υπό αυτήν την ανεστραμμένη προοπτική των όντων που κατοικούν στην Σελήνη—όπου τα γήινα όντα δεν είναι το σημείο αναφοράς/παρατήρησης—η ίδια η Σελήνη είναι η «πραγματική Γη», η οποία καταλαμβάνει τη μέση θέση μεταξύ του οίκου των θεών και του ό,τι είναι ο «Κάτω Κόσμος» για αυτούς. (δηλ. στην κορυφή οι θεοί, στη μέση η Σελήνη-Γη και στο τέλος ο Κάτω Κόσμος). 
Αυτή, η κατά κάποιου είδους προειδοποίηση προς τους αναγνώστες και τους συνομιλητές του, δηλαδή να μην υιοθετούν και να επιβάλλουν το μοντέλο ζωής της Γης σαν εκείνη τη νόρμα/φόρμουλα/θεώρηση βάσει της οποίας θα πρέπει να αντιλαμβάνονται και να προβλέπουν τη ζωή στο σύμπαν, διαφημίζει θα λέγαμε μία διαφορετική εξω-κοσμική προοπτική του γνωστού μας ανθρωπίνου κόσμου, και αποκαλύπτει τη διαφορετικότητα σαν το δομικό υλικό της ίδιας της ζωής. Σύμφωνα με τον Λαμπρία, η άποψη που υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ζωή στη Σελήνη ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι η ανθρώπινη φύση στέκεται εμπόδιο στο να αντιληφθεί ο άνθρωπος ότι υψηλότερες μορφές ζωής από τη δική του είναι πολύ πιθανόν να υπάρχουν στο σύμπαν.

Σε αυτό το σημείο τελειώνει και το δεύτερο μέρος του διαλόγου, αλλά θα ήταν άδικο να μην κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις με αφορμή όλες αυτές τις περιβαντολλογικές γνώσεις που παρατίθενται από τον Πλούταρχο σχετικά με τη διαφορετικότητα των περιοχών πάνω στη γη, των ζώων και των φυτών. 
Ο Πλούταρχος ακούγεται σαν να μας προειδοποιεί ότι τα διάφορα περιβάλλοντα μπορεί να φαίνονται φαινομενικά αφιλόξενα για τον άνθρωπο, αλλά υπό μία μη τελεολογική θεώρηση δεν πρέπει απαραίτητα όλα να έχουν έναν ολοκληρωτικό ή άμεσα ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα-σκοπό. Για παράδειγμα, υπάρχει ζωή στους ωκεανούς και τις ερήμους που από μόνη της έχει τη δική της αξία και χαρακτήρα παρόλο που για τον άνθρωπο η σημασία της μπορεί να είναι φαινομενικά απόμακρη. 

Υπάρχουν και άλλοι συγγραφείς στην αρχαιότητα, όπως ο Λουκρήτιος που παρουσιάζουν μία σειρά παραδειγμάτων τα οποία αποδεικνύουν ότι ακόμα και αν  υπάρχει ή υπήρχε ένας Δημιουργός, τότε σίγουρα δεν δημιούργησε τα πάντα για τον άνθρωπο για να βολεύουν και να εξυπηρετούν αυτόν ή ακόμα ότι και η Γη δεν δημιουργήθηκε για τον ίδιο τον άνθρωπο. 
Η Γη, υποστηρίζει, δεν είναι τέλεια: μεγάλες περιοχές της δεν είναι προσβάσιμες στον άνθρωπο και δεν είναι μυστικό ότι πολλά από τα ζώα που κατοικούν πανω της προσαρμόζονται πολύ καλύτερα στη φύση από ό,τι εκείνος. Αν και η ζωή μπορεί να βρεθεί ακόμα και στις πιο αφιλόξενες περιοχές, ο Πλούταρχος σε αυτό το κομμάτι καταλήγει ότι ακόμα και αυτές παίζουν το ρόλο τους στη λειτουργία του όλου. Αναδεικνύοντας αυτές τις αλληλεπιδράσεις μέσα σε ένα γεωγραφικό περιβάλλον απορρίπτει την ιδέα ότι η προοπτική κατοίκησης είναι αυτή που καθιστά ένα μέρος χρήσιμο, είτε πρόκειται για τη Γη είτε για τη Σελήνη. 

Βλέπουμε, λοιπόν, πως ο Πλούταρχος θέτει προβληματισμούς σύγχρονους σε εμάς, μιας και η τελεολογική θεώρηση του σύμπαντος είναι ακόμα εξέχουσα σε αρκετές σχολές σκέψεις που αφορούν τις φυσικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, την αστρολογία και γενικότερα όσες ασχολούνται με τον άνθρωπο και τη θέση του στο σύμπαν. Παραμένει ακόμα και σήμερα θέμα προς συζήτηση κατά πόσο ή όχι μία τελεολογική θεώρηση του σύμπαντος μπορεί να είναι λειτουργική με την μηχανιστική επεξηγηματική συμπεριφορά των επιμέρους μερών του και κατά πόσο μία καθαρά μηχανιστική επεξήγηση των φαινομένων είναι πιθανή. Ο Πλούταρχος τουλάχιστον στο έργο του αυτό βρήκε την αφορμή να υποδείξει ότι η αιτιότητα και η αιτία δεν είναι συνώνυμες, και ότι η επεξήγηση ενός γεγονότος παραθέτοντας τις αιτίες του δεν εξαλείφει την ανάγκη κάποιου να κατανοήσει και την σημασία του. 

Βιβλιογραφία:
  • Πλούταρχος, Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς Σελήνης (εκδόσεις Κάκτος). 
  • P. Coones, “The Geographical Significance of Plutarch's Dialogue, concerning the Face Which Appears in the Orb of the Moon,” Transactions of the Institute of British Geographers New Series 8.3 (1983), 361-372 . 

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Ερωτική "Τεχνολογία": Το Ρόδο της Αφροδίτης

"Τότε να σου κι ο Έρωτας πετώντας στον λαμπρό αιθέρα
αθέατος και αγριωπός, σαν μύγα που οι βοσκοί τη λένε
ταβανόμυγα και πέφτοντας αγριεύει τις νεαρές φοράδες.
Απ' τ' ανώφλι του πρόδρομου γρήγορα το τόξο τεντώνει 
βγάζοντας μες απ' τη φαρέτρα του καινούργιο βέλος,
μαντατοφόρο πόνου ... " 
~~~Απολλώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά 3.275-280

Και η πιο κόκκινη μέρα έφθασε για άλλη μία χρονιά με τη σφραγίδα γνησιότητας του χαριτωμένου, στρουμπουλού, ενοχλητικού μεν, αλλά χαριτωμένου αγοριού που ακούει στο όνομα Έρως. Η όλη εικόνα αποπνέει μία σπιτική μεσοαστική καθημερινότητα, όπου το δικό μας παιδί, ο Έρως μάς κλείνει πονηρά το μάτι μέσα από τα εκατομμύρια ευχετήριες κάρτες που ανταλλάσσονται κάθε χρόνο σήμερα. Όμως η αντίληψη αυτή για τον Έρωτα είναι αρκετά μεταγενέστερη, και όταν αρχίζουμε να ερευνούμε την καταγωγή του, ανακαλύπτουμε κάτι πιο τρομακτικό και τερατώδες. Ένα αγόρι που όταν αφήνει τον Όλυμπο, στέλνει κυριολεκτικά "μαντατοφόρους πόνους" σε όποιον βρεθεί μπροστά του. 

Για εμάς η φύση γιορτάζει τον έρωτα μέσα από ένα γραφικό, ρομαντικό τοπίο όπου ένα αγόρι και ένα κορίτσι χαζεύουν αγκαλιασμένοι το ηλιοβασίλεμα. Όμως, όλη η αρχαία Ελληνική λογοτεχνία είναι πάντοτε κατάφορτη με υπαινιγμούς για τη καταστροφική πρωτόγονη σεξουαλική ενέργεια που αποπνέει η φύση. Τόσο ο Έρως, όσο και η Αφροδίτη αντιπροσωπεύουν τις φυσικές αδησώπητες δυνάμεις της γονιμότητας και του σαρκικού έρωτα, οι οποίες πρέπει να διευθετηθούν με τη βοήθεια "τεχνολογιών" που θα περιορίσουν την καταστροφικότητά τους και θα εκμεταλλευθούν συμβολικά τη γονιμοποιητική τους δύναμη. Παρόλο αυτά το ζευγάρι Έρως-Αφροδίτη είναι δυνάμεις που συνδέονται τόσο με τη δημιουργία όσο και με την καταστροφή, την ομορφιά και το θάνατο, τις δύο όψεις της ίδιας της διαδικασίας της ζωής, η οποία διέπεται από τη θεμελιώδη αυτή αστάθεια και ρευστότητα. 
Η φυτική εικονοποιία ενσωματώνει με πολύ εύστοχο τρόπο αυτή την εναλλαγή ανάμεσα στην ανοπόφευκτη φθορά και τη σεξουαλική ανθηρότητα στη φύση. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, ότι επι τρείς χιλιάδες χρόνια είναι ζωντανή ακόμα και σήμερα η σχέση του Έρωτα με τα λουλούδια. Αν και τώρα απολαμβάνουμε τα λουλούδια όλο το χρόνο λόγω των θερμοκηπίων, έχουμε ξεχάσει αυτή τη βαθύτερη σύνδεση: ότι τα άνθη είναι ταυτόχρονα τόσο σύμβολα σεξουαλικής ομορφιάς, γοητείας και γονιμότητας--φαλλικοί μίσχοι στεφανωμένοι από κολπόμορφα πέταλα--όσο και σύμβολα του θανάτου και της φθοράς, μέσα στον κύκλο της ζωής.

Όπως τα άνθη μαραίνονται και πεθαίνουν, έτσι και τα νεαρά αγόρια και κορίτσια ξεκινούν ολόφρεσκα ανθισμένα, και μεγαλώνοντας μπαίνουν στον κόσμο της παρακμής, και τελικά του θανάτου, θυμίζοντας την ευπάθεια του ερωτικού κάλλους που ενυπάρχει σε ένα λουλουδι. Ας μην ξεχνάμε ότι εικονογραφικά τόσο η προσωποποίηση του Έρωτα και του Θανάτου στην ελληνική τέχνη φέρει κοινά στοιχεία: φτερωτές μορφες νεαρών αγοριών.  

Αν και τα λουλούδια γενικότερα εκφράζουν το παρωδικό ερωτικό κάλλος της νιότης, ένα συγκεκριμένο λουλούδι ειδικά υποδηλώνει ακριβώς αυτή την επίπονη πλευρά του Έρωτα, την εύθραυστη και εφήμερη πλευρά της ζωής. Πρόκειται φυσικά για το ρόδο που στην αρχαία Ελληνική μυθολογία συνδέεται άμεσα με το σεξ και ειδικά με τη γυναικεία σεξουαλικότητα, όπως αυτή ενσωματώνεται μέσα  στο αρχέτυπο της θεάς Αφροδίτης. Η Αφροδίτη ενσαρκώνει την καθαρή δύναμη της σεξουαλικότητας και σαν όλες τις φυσικές δυνάμεις που εκπροσωπούνται από ανθρωπόμορφους θεούς, ο άνθρωπος προσπάθησε να την οικειοποιηθεί. Με αυτό το σκεπτικό η Αφροδίτη, αυτή η φοβερή δύναμη που υποτάσσει όλα τα πλάσματα, ελεγχόταν κατά κάποιο τρόπο μέσα από την "τεχνολογία συγκεκριμένης λατρείας και τελετουργικού" και συγκεκριμένων συμβολισμών.

Η πιο ίσως αέρινη έκφραση αυτής της σύνδεσης της Αφροδίτης με το ρόδο βρίσκεται στην ίδια την κίνηση που κάνει ο ομώνυμος πλανήτης, όπου φαίνεται να υποδηλώνει μία βαθειά γνώση της κίνησης των ουράνιων σωμάτων πολύ πριν ανακαλυφθεί το τηλεσκόπιο. Κοιτώντας την Αφροδίτη από τη Γη, οι αστρονόμοι παρατήρησαν ότι η πρώτη διαγράφει σε σχέση με τη δεύτερη μία τροχιά που μοίαζει με ένα ρόδο που έχει πέντε πέταλα. Πρόκειται για ένα είδος "χορού" που χορεύουν αντικριστά η Γη με την Αφροδίτη ως προς τον Ήλιο διαγράφοντας ένα ρόδο ή αστέρι. Οι τροχιές της Αφροδίτης και της Γης εκφράζουν την αναλογία 13:8, δηλαδή για κάθε 13 περιστροφές της πρώτης, η δεύτερη ολοκληρώνει οκτώ χρόνια διαγράφοντας στον ουρανό ένα πενταγραμμικό σχέδιο. Κάθε οκτώ χρόνια, όταν η Γη και η Αφροδίτη "χορεύουν μαζί ταγκό", τότε σχηματίζεται άλλο ένα πέταλο, με την Αφροδίτη να δείχνει πάντα το ίδιο της πρόσωπο σε εμάς. Αυτός ο χορός των πλανητών στο σύμπαν μέσα από συνόδους και ανάδρομες τροχιές που εικονοποιείται μέσα από ιδιαίτερα μοτίβα, για άλλη μια φορά αποδεικνύει ότι η ίδια η φύση τους και η ουσία τους είναι τόσο οικεία.

Η εικονογραφική έτσι σύνδεση του ρόδου με τη θεά Αφροδίτη επικαλείται την ουράνια κίνηση του πλανήτη σε μία προσπάθεια, αλλά και ανάγκη του ανθρώπου να καθυποτάξει και να οικειοποιηθεί τη δυνάμει καταστροφική ενέργεια της θεάς του Έρωτα. Το ουράνιο ρόδο κατεβαίνει από ψηλά και είναι τόσο χρήσιμο σαν σύμβολο, επειδή πέρα από το κάλλος και τη γονιμότητα που δηλώνουν και τα άλλα λουλούδια, έρχεται να προσθέσει τα αγκάθια, υπενθυμίζοντας στον άνθρωπο τον κίνδυνο τραυματισμού του απο τη σεξουαλικότητα και το πάθος. Με άλλα λόγια η υφή και το άρωμα το ρόδου είναι βαθιά συνδεδεμένα με τη σεξουαλική ευχαρίστηση που αντιπροσωπεύει η Αφροδίτη, αλλά και τον πόνο της φθοράς και του θανάτου που εκφράζουν τα αγκάθια.

Ακόμα και ο γιος της Αφροδίτης, ο Έρωτας συνδέεται με το ρόδο. Ένα αρχαίο ελληνικό επίγραμμα που φέρεται να είναι του Πλάτωνα περιγράφει το φτερωτό θεό να κοιμάται μέσα σε ανθισμένα ρόδα, έχοντας κρεμασμένα το τόξο και τα βέλη του σε ένα δέντρο. Προσέξτε, ότι ακόμα και σε αυτή την ειδυλλιακή εικόνα, τα βέλη του έρωτα στη φαρέτρα είναι και αυτά αγκάθια από μόνα τους που προκαλούν πόνο. Αν συνυπολογίσουμε την παραφροσύνη, την απάτη, την πνευματική διάλυση, την ταραχή, και συνήθως τη μέθη σαν άξιους συμμάχους του Έρωτα, τότε αντιλαμβανόμαστε το πλήθος των δυνάμεων της φύσης που προσβάλλουν το νου και αφήνουν λίγο έλεγχο στα χέρια του ανθρώπου. 

Η απώλεια αυτού του ελέγχου είναι που φόβιζε τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι προσπάθησαν να την "εξημερώσουν" και να τη βιώσουν μέσα από την εικονοποιία του Αφροδίσιου ρόδου. Και είναι αυτό, το ίδιο ρόδο, που εμείς σήμερα με τις δικές μας ρομαντικές ευαισθησίες επιζητούμε να μας προσφέρουν ή να το προσφέρουμε. Ένα ρόδο είναι για εμάς απλώς ένα ρόδο, αλλά για εκείνη την εποχή η εικόνα ήταν νωπή και ζωντανή καθώς τα αγκάθια του εξέφραζαν την κρυφή καταστροφικότητα της σεξουαλικότητας, η οποία παραμονεύει κάτω από την ευωδιαστό τριανταφυλλένιο άρωμα της Αφροδίτης. Και αυτό συνέβαινε γιατί πολύ πιθανόν οι πρόγονοί μας είχαν βιώσει στο πετσί τους την εμπειρία του τραυματισμού από ένα βέλος στο πεδίο της μάχης, αλλά και γιατί έστρεφαν το κεφάλι τους πολύ πιο συχνά στον ουρανό αναζητώντας με το βλέμμα τους το "ρόδο της Αφροδίτης". 

Αν λαχταράμε να αγαπήσουμε "σε όλα τα βάθη, πλάτη και ύψη που οι καρδιές μας μπορούν να ψάξουν" ας κοιτάξουμε από σήμερα και πάλι ψηλά στα αστέρια γιατί  εκεί το σύμπαν υπόκειται πολύ αμεσότερα και συχνότερα στα "αγκάθια της Αφροδίτης."

Δείτε το παραπάνω βίντεο που παρουσιάζει το ταγκό της Γης και της Αφροδίτης γύρω από τον Ήλιο: 

Βιβλιογραφία: 

  • Greene L. and Sasportas H., The Inner Planets: Building Blocks of Personal Reality (Seminars in Psychological Astrology) [Samual Weiser (1993)]
  • Thornton, B. S., Eros. The Myth of Ancient Greek Sexuality






 

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Η Διατροφή Των Σκύλων στην Αρχαιότητα

Στην κλασσική αρχαιότητα το κυνήγι (λαγού, ελαφιού, αρκούδας, αγριογούρουνου) για τροφή και για διασκέδαση ήταν αρκετά διαδεδομένο, και όσοι κυνηγοί χρησιμοποιούσαν σκύλους για αυτό το σκοπό τους φρόντιζαν ιδιαίτερα. Δύο εγχειρίδια κυνηγιού της αρχαίας Ελλάδας που σώζονται σήμερα είναι γραμμένα από δύο Έλληνες ιστορικούς, τον Ξενοφώντα και τον Αρριανό και έχουν αρκετές πληροφορίες και συμβουλές για την σωστή ανατροφή των κυνηγόσκυλων. 

Αν, λοιπόν, ζούσατε στην Αθήνα την εποχή του Σωκράτη και ήσασταν ιδιοκτήτης ενός κυνηγόσκυλου από τη Λακωνία, σαν αυτά που απεικονίζονται σε Ελληνικά αγγεία, τι θα το ταΐζατε; Τα συνηθισμένα κουτάβια τρέφονταν με κριθαρένιο ψωμί που είχε μαλακώσει μέσα σε αγελαδινό γάλα ή ορό γάλακτος. Τα κουτάβια, όμως, που ήταν πιο ιδιαίτερα έτρωγαν το ψωμί τους μαλακωμένο μέσα κατσικίσιο ή προβατίσιο γάλα. 

Συνήθως πρόσθεταν και λίγο από το αίμα του ζώου εκείνου που ήθελαν να εκπαιδεύσουν το κουτάβι να κυνηγήσει. Στη διάρκεια του δείπνου, ο ιδιοκτήτης έκοβε μεγάλα κομμάτια από την ψίχα του ψωμιού για να σκουπίσει τα δάκτυλά του και μετά τα έδινε στο σκύλο του μαζί με κόκαλα και άλλα αποφάγια από τα πιάτα, ίσως μαζί και με ένα πιατάκι από ζωμό κρέατος. 

Μετά από μία θυσία ή ένα τραπέζι, ετοίμαζαν μια ιδιαίτερη λιχουδιά: ένα κομμάτι από βοδινό συκώτι πασπαλισμένο με κριθάρι και ψημένο στα κάρβουνα. Ήταν ακόμα φυσικό, ότι σαν δείγμα ευγνωμοσύνης μοιράζονταν μαζί με τους πιστούς τετράποδους φίλους κομμάτια από τα θηράματα, όπως κουνέλια, ελάφια ή αγριογούρουνα.

Ήταν αυτή η κατάλληλη διατροφή για έναν σκύλο; Η άποψη ότι στην ημερήσια διατροφή του σκύλου πρέπει να συμπεριλαμβάνεται κόκκινο, ωμό κρέας είναι μία διαδεδομένη, αλλά λανθασμένη ιδέα. Έξω στη φύση, οι σκύλοι κυνηγούν καρποφάγα και φυτοφάγα ζώα. Όταν τα σκοτώνουν, πρώτα τρώνε το στομάχι τους που είναι γεμάτο με χορτάρι (που έχει ήδη περάσει το πρώτο στάδιο της πέψης) και δημητριακά, μετά τα όργανά τους και τέλος προτιμούν να τραφούν με την σάρκα τους. Συχνά, ροκανίζουν τα οστά και έτσι ισορροπούν το γεύμα τους παίρνοντας τις βιταμίνες και τα άλατα που χρειάζονται.

Αν ο σκύλος υπέφερε από σκουλήκια στο έντερο, τότε του έδιναν να φάει τα μουστάκια από το στάρι. Μία πιο αποτελεσματική θεραπεία ήταν η Αρτεμισία, γνωστό σαν το φυτό αψιθιά, ένα βότανο με την ιδιότητα να απομακρύνει τα σκουλήκια του εντέρου. Το γεγονός ότι οι Ελληνικοί σκύλοι έχαιραν άκρας υγείας με το να διατρέφονται με σιτηρά και κρέας το επιβεβαιώνει και ο Αριστοτέλης, ο οποίος σημειώνει σε ένα από τα έργα του ότι τα Λακωνικά κυνηγόσκυλα ζούσαν έως 10 με 12 χρόνια, ενώ άλλες ράτσες έφθαναν έως και τα 14 με 15 χρόνια. Σήμερα, ένα σκυλί περίπου 25 κιλών έχει το ίδιο προσδόκιμο ζωής.

[Το κείμενο αποτελεί μετάφραση και απόδοση από τα αγγλικά στα ελληνικά από εδώ: http://www.wondersandmarvels.com/2012/02/ancient-puppy-chow-dog-food-in-classical-greece.html]

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Όταν τα Αστέρια και ο Αριστοφάνης έχουν λόξιγκα !

Χωρίς αμφιβολία ο πιο διάσημος ελληνικός λόξιγκας είναι αυτός του Αριστοφάνη. Στο έργο του Πλάτωνα Συμπόσιο ,  όταν έρχεται η σειρά του Αριστοφάνη να μιλήσει για τον έρωτα, ο ίδιος ζητά από τους συνδαιτυμόνες του να τον συγχωρήσουν γιατί του είναι αδύνατο να πάρει το λόγο, εξαιτίας ενός έντονου λόξιγκα που έχει.

Παρακαλεί μάλιστα, το γιατρό Ερυξίμαχο που παραβρίσκεται να του υποδείξει έναν τρόπο ώστε να σταματήσει ο λόξιγκάς του, ο οποίος τον συμβουλεύει τα εξής: 

 «Όσο όμως εγώ θα μιλάω αν θέλεις κράτησε την αναπνοή σου για αρκετή ώρα, τότε ίσως ο λόξιγκάς σου να σταματήσει. Αν πάλι όχι, κάνε γαργάρες με νερό. Αν πάλι ο λόξιγκάς σου είναι ισχυρός, τότε γαργάλησε με κάτι τη μύτη σου ώστε να φταρνιστείς. Αν αυτό το κάνεις μια ή δυο φορές, όσο ισχυρός και να ' ναι, θα υποχωρήσει». «Δεν θα προλάβεις να μιλήσεις», είπε ο Αριστοφάνης. «Αμέσως θα τα εφαρμόσω».
 Μόλις τελείωσε, το λόγο του ο Ερυξίμαχος, ο Αριστοφάνης είναι έτοιμος πια να μιλήσει και έχοντας ξαλαφρώσει από το βάρος του λόξιγκα λέει (φαντάζομαι γελώντας): «μου προκαλεί εντύπωση που το σώμα μας για να λειτουργεί σωστά (τὸ   κόσμιον  τοῦ   σώματος, στο αρχαίο κείμενο) έχει ανάγκη να παράγει τέτοιους θορύβους και γαργαλίματα, σαν το φτάρνισμα.»

Η αλήθεια είναι πως δεν φαντάζεστε πόσο μελάνι έχει χυθεί για αυτόν τον περίφημο Αριστοφάνειο λόξιγκα. Μάλιστα, υπάρχουν μελετητές που υποστηρίζουν ακράδαντα ότι αν κάποιος δεν καταλάβει το λόγο που ο Πλάτωνας σημειώνει το περιστατικό αυτό, δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβει το βαθύτερο νόημα του Συμποσίου. Η αλήθεια είναι ότι από θέμα δομής ο λόξιγκας αυτός φέρνει τα πάνω κάτω στη σειρά των ομιλητών. 

Πώς όμως είναι δυνατόν ένας άναρθρος, ακούσιος, αλλά και ά-λογος ήχος, όπως ένας λόξιγκας να κυριαρχεί δίπλα στον έναρθρο, μεστό και σκεπτόμενο λόγο των εταίρων της παρέας του Συμποσίου; Άναρθρες κραυγές ή ήχοι που προκαλούνται εκούσια ή μη από το ανθρώπινο σώμα όπως ο βήχας, ο λόξιγκας, το ρέψιμο, το φτάρνισμα και κάθε λογής "αερισμοί" κτλ. φαίνεται πως αντιμετωπίζονταν στην αρχαιότητα σαν κάτι που συνδέει βαθιά τον άνθρωπο με τη ζωώδη φύση του και τα ένστικτά του. 

Ο Αριστοτέλης αναφέρει σχετικά με αυτό το ζήτημα στο έργο του Περί Ψυχής ότι η φωνή είναι ο ήχος ενός έμψυχου όντος. Κάθε τι που ονομάζουμε ήχο δεν είναι απαραίτητα και φωνή, όπως για παράδειγμα ο ήχος που βγάζει ένα ζώο, ή ο ήχος της γλώσσας μας ή ακόμα και ακούσιοι ήχοι που βγάζει το σώμα μας. Αν λοιπόν η φωνή είναι ένας «έμψυχος ήχος», τότε ο λόξιγκας στο παράδειγμά μας είναι μία άψυχη φωνή, που προκαλεί ρήξη μέσα στη ροή του λόγου, μία διακοπή στο νόημα και το περιεχόμενο των σκέψεων, μία παρέμβαση στην ίδια τη δομή του λόγου.

Παρόλο αυτά, είναι ενδιαφέρον ότι στον Αριστοφάνειο λόξιγκα το γεγονός αυτό αντιστρέφεται και οι λειτουργίες και ήχοι του σώματος (όσο ά-λογα και άναρθρα είναι) αποκτούν ουσιαστική δομή μέσα στο κείμενο και έχουν τη δική τους σημειολογία. Στην πραγματικότητα αυτό που είναι φαινομενικά άναρθρο, ταυτόχρονα είναι και αυτό που χαράζει την πορεία και μορφοποιεί τον έναρθρο λόγο. Όσο και να φαίνεται άναρθρος ο λόξιγκας του Αριστοφάνη είναι μέρος της ίδιας της δομής του Συμποσίου

Με ένα ανάλογο τρόπο κοιτώντας το σύμπαν θα λέγαμε ότι τα αστέρια αναβοσβήνουν γιατί έχουν λόξιγκα, οι πλανήτες κάνουν αντιθέσεις και ρεύονται, γίνονται ανάδρομοι και "πέρδονται στο πρόσωπό μας", η σελήνη "κρύβει το πρόσωπό της" στην έκλειψη γιατί θέλει να φταρνιστεί, για μην αναφέρουμε τον ασταμάτητο "βήχα που προκαλούν τα τετράγωνα."

 Έτσι η αστρολογία καλείται να δώσει έ-λλογη φωνή και υπόσταση στους φαινομενικά ακούσιους "ήχους" του σύμπαντος, να δώσει λόγο και υπόσταση στο όλον. Όμως, εμείς, οι πολίτες των ανεπτυγμένων κοινωνιών, παραδινόμαστε σε μία ρομαντική εξιδανίκευση της φύσης χρησιμοποιώντας πολλές φορές το εργαλείο της αστρολογίας για να σταματήσουμε "το λόξιγκα ενός Ερμή ανάδρομου," αντί να ενσωματώσουμε τη δομή του και το νόημά του στη ζωή μας. Το σύμπαν (άναρθρο) και η αστρολογία (έναρθρο) έχουν μία μακρά ιστορία που όμως δεν είναι πάντα σαφές στο μυαλό μας πώς λειτουργούν, γιατί έχουμε τη συνήθεια να αποδίδουμε στο σύμπαν αυτό που στην πραγματικότητα είναι προϊόν του πολιτισμού μας (αστρολογία).

Το σύμπαν, δηλαδή η ίδια η φύση, είναι μία απόλυτη και ακατάβλητη διαδικασία δημιουργίας ά-λογων και άναρθρων ήχων. Όμως με έναν καταπληκτικό τρόπο αυτοι οι "ήχοι" είναι ικανοί να ενσωματώνουν μία δική τους δομή και ένα νόημα που είναι από μόνα τους αυθύπαρκτα. Δυστυχώς, πολλές φορές για εμάς τους σύγχρονους η αστρολογία δεν είναι τίποτα άλλο από "τις αλυσίδες που δένουν ένα ηττημένο σύμπαν-τέρας" που θέλει το κακό μας. Ή ακόμα και στην περίπτωση που δεν θέλει το κακό μας, η αστρολογία χρησιμοποιείται σαν τη "ζαχαρένια κάλυψη" της πραγματικότητας.
Αυτό που υπενθυμίζει εδώ ο Πλάτωνας με τον Αριστοφάνειο λόξιγκα είναι το εξής και ίσως αυτό να είναι και όλο το νόημά του: οι ατίθασοι, άναρθροι, λυσώδεις και ατέρμονοι ήχοι του σύμπαντος έχουν τέτοια αδυσώπητη δύναμη που κάνουν έναν αθώο λόξιγκα να διαμορφώνει τη δομή του "Κοσμικού Συμποσίου". 
Εκεί που οι παρεβρισκόμενοι είχαν προνοήσει για τη σειρά που θα μιλούσε ο καθένας, μερικά κοφτά "χικ-χικ-χικ" διαμόρφωσαν ουσιαστικά τον έναρθρο λόγο των συνομιλητών. Η αστρολογία πρόσφερε στον άνθρωπο την ευκαιρία να "λυτρωθεί" επιτρέποντάς του να ερμηνεύσει αυτούς τους "ήχους" έτσι ώστε να ξέρει αν θα πρέπει να κρατήσει την αναπνοή του στον "επόμενο λόξιγκα του ανάδρομου Ερμή". Η αστρολογία έδωσε την επιλογή στον άνθρωπο να διακρίνει, να διαλέξει και να διατηρήσει ό,τι εκείνος επιθυμεί από "τους άναθρους ήχους των ουρανών", σε καμία όμως περίπτωση να τους εξιδανικεύσει και να τους αποξενώσει.  
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι δείγμα προόδου ενός πολιτισμού είναι το πόσο θόρυβο μπορεί να παράγει. Το σύμπαν, όσο και ο λόξιγκας του Αριστοφάνη παράγουν και σήμερα "έμψυχες φωνες" για όσους έχουν διάκριση. Ας μην χειριζόμαστε την αστρολογία σαν ένα εργαλείο που απλά θα κάνει θόρυβο, νομίζοντας ότι έτσι παράγουμε πολιτισμό και πρόοδο. Φυσικά, τα όρια του τι είναι φωνή και τι θόρυβος είναι συχνά δυσδιάκριτα

Ίσως, λοιπόν, αν θέλετε να εξασκηθείτε στη διάκριση αυτών των ορίων, την επόμενη φορά που θα έχετε λόξιγκα, σκεφθείτε να μην τον ξεφορτωθείτε και τόσο γρήγορα. Θυμηθείτε το "κόσμιον του σώματος" που λέει και ο Αριστοφάνης και ...  Χικ-Χικ-Χικ!